- εὐπορίας
- εὐπορίᾱς , εὐπορίαeasefem acc plεὐπορίᾱς , εὐπορίαeasefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благодьньство — БЛАГОДЬНЬСТВ|О (5*), А с. 1.Благоденствие, процветание, успех: ни онъ [Лазарь] ѡ(т) глада и ѡ(т) струпъ пакости при˫ать. ни сь ѡ(т) бл҃годньства приобрѣте. (ἀπὸ τῆς εὐημερίας) ПНЧ XIV, 113г; бл҃год҃ньствующе боитесѩ бл҃год҃ньству измѣне(н)˫а. ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
обогащениѥ — ОБОГАЩЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Достаток, состояние, средства: Аще внѣшнии чл҃вкъ ѡбѣщавъ(с) дати вѣно ѡбнищаеть мужь. ˫ако не въпросить бѣду прииметь. аще ѹбо не по дару ѡбѣщасѧ. тогда бо мужа поща(д)мъ не ѹтергъшасѧ на положенье даемы(х) поне же и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… … Dictionary of Greek
ευπορία — η (ΑΜ εὐπορία) [εύπορος] το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια νεοελλ. μσν. η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα») μσν. αρχ. η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να … Dictionary of Greek
υπερέχω — ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ψηλά 2. στρ. κυκλώνω 3. περνώ πάνω από έναν τόπο 4. μπορώ να… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
αδιαμάχητος — η, ο αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος: Πολυτελής διαβίωση είναι αδιαμάχητη απόδειξη ευπορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)